Πέμπτη μεσημέρι είμαι στο City Link στην Πανεπιστημίου. Ψάχνω ένα λινό σακάκι. Δεν έχω και πολύ χρόνο για ψάξιμο οπότε προτιμώ να πάω εκεί που είναι όλα τα μαγαζιά συγκεντρωμένα. Γενικά δεν μου αρέσουν τα πολυκαστήματα. Μου τη δίνει να περπατάω έξω αλλά να μην είναι έξω. Αλλά όταν δεν έχεις χρόνο είναι εξαιρετική λύση.
Εκεί λοιπόν που κάθομαι και χαζεύω μια βιτρίνα έρχεται μια κοπελιά και με χαιρετάει. Γυρνάω, την κοιτάζω και μου φαίνεται εντελώς άγνωστη. Το καταλαβαίνει πως δεν την αναγνωρίζω και μου λέει είμαι η Γιώτα. Η Γιώτα, ποια Γιώτα; Τόσο εύκολα με ξέχασες; Έλα μου ντε. Προσπαθώ να πω κάτι χαριτωμένο να σώσω την κατάσταση. Άσε που είναι και κουκλάρα και δεν είναι να τις ξεχνάς αυτές τις γυναίκες. Αλλά όσο κι αν το παίδευα δεν μου καθόταν. Μου θύμισε αυτή. Όχι απλά την ήξερα αλλά είχαμε κουρέψει και το γκαζόν μαζί. Τόσο καλά. Αμ έλα που εγώ δεν τα θυμόμουν όλα αυτά.
Μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο, μου άφησε το κινητό της και μετά με χαιρέτησε ευγενικά. Τουλάχιστον με γλύτωσε από τη ντροπή που δεν τη θυμόμουν. Αλλά δυστυχώς δεν με γλύτωσε από τις αναμνήσεις. Γιατί είχα μια πολύ καλή ιδέα πότε τη γνώρισα. Κι εκεί θυμήθηκα καταστάσεις που έχω θάψει μέσα μου.
Την πρώτη και μοναδική φορά που έφαγα κέρατο σε σχέση. Το μοναδική σηκώνει κουβέντα βέβαια, δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Αλλά όταν έχεις μια σχέση ουσιαστική καταλαβαίνεις πότε έχει γίνει η στραβή. Στο λέει η διαίσθηση σου. Και η δική μου διαίσθηση έχει βαρέσει συναγερμό για κέρατο μόνο μία φορά. Βέβαια δεν ήταν όλες οι σχέσεις στη ζωή μου το ίδιο ουσιαστικές οπότε δεν αποκλείεται να το ‘χω φάει και περισσότερες φορές. Αλλά εκείνη η φορά με ενόχλησε πολύ.
Αφού λοιπόν πικράθηκα αγρίως και το διαλύσαμε πήρα την απόφαση που όλοι λίγο πολλοί παίρνουν σε τέτοιες περιστάσεις. Πως δεν αξίζει να δίνομαι σε καμία αποκλειστικά. Και μετά πέρασα στο επόμενο βήμα. Όπου για ένα δωδεκάμηνο άλλαζα τις γυναίκες σε σχεδόν καθημερινή βάση. Στην αρχή για να μην κλειστώ στον εαυτό μου και μιζεριάζω άρχισα να παίρνω στο τηλέφωνο γνωστές και φίλες για να βγαίνουμε. Αλλά το έκανα άγαρμπα. Κάθε βράδυ κι έξοδο με διαφορετική γυναίκα. Ήθελα πάση θυσία να ξεπεράσω το χωρισμό όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Στην αρχή ένοιωθα πολύ ωραία. Ένοιωθα πως μετράω σαν άντρας. Πως αυτό είναι το νόημα της ζωής, να πηδάς γυναίκες χωρίς δεσμεύσεις. Με εξίταρε το παιχνίδι. Είχα ξεχάσει εντελώς την πίκρα που έζησα.
Μετά από κάνα εξάμηνο άρχισα να νοιώθω εγκλωβισμένος. Ναι μεν εξακολουθούσε να μου αρέσει αλλά ένοιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά συνέχιζα την ίδια βιόλα. Στον ίδιο ρυθμό. Δώστου βόλτες και παιχνίδι. Δώστου γνωριμίες της μιας βραδιάς που την επόμενη δεν χρειαζόταν να παίρνεις τηλέφωνα και να λες κουβέντα. Κάποιες με έπαιρναν τηλέφωνο την επόμενη αλλά δεν ήθελα να δεσμευτώ. Οι περισσότερες όμως δεν με έπαιρναν γιατί ήταν στην ακριβώς ίδια φιλοσοφία με εμένα. Ήμουν γι αυτές μια ξεπέτα.
Ώσπου ήρθε ένα ευλογημένο πρωινό μετά από ένα χρόνο που ξυπνάω και νοιώθω πολύ άσχημα. Πάω στο μπάνιο να πλυθώ και ξαφνικά με πιάνουν τα κλάματα. Ένοιωθα πολύ άδειος μέσα μου. Ένας μαλάκας ολκής. Έκλαιγα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω το λόγο αλλά και χωρίς να μπορώ να το ελέγξω. Δεν μπορούσα καν να θυμηθώ τα ονόματα των γυναικών που είχα γνωρίσει όλους αυτούς τους μήνες. Με το ζόρι θυμόμουν πρόσωπα. Είχα γεμίσει μια ατζέντα τηλέφωνα στα οποία δεν αντιστοιχούσαν αναμνήσεις. Τίποτα, ξεροί αριθμοί.
Σε ένα χρόνο είχα εκπληρώσει στο ακέραιο όλες τις σεξουαλικές μου φαντασιώσεις. Με δύο γυναίκες, με τρεις, σε δημόσια μέρη, με μεγάλες, με μικρές, you name it. Ότι είχα φανταστεί και είχα απωθημένο το είχα κάνει. Αλλά αντί να νοιώθω γεμάτος από εμπειρίες ένοιωθα άδειος από συναισθήματα. Πολύ άδειος. Θυμόμουν καταστάσεις αλλά δεν θυμόμουν πρόσωπα. Κι όταν ερχόταν κάνα πρόσωπο στο μυαλό μου αδυνατούσα να προσδιορίσω πότε ακριβώς βρέθηκα μαζί της και τι είχε συμβεί. Ένοιωθα πως για ένα χρόνο ζούσα σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση σεξουαλικού παροξυσμού όπου το τμήμα του εγκεφάλου που αφορά συναισθήματα είχε παραλύσει εντελώς.
Έκοψα μαχαίρι τις ξεπέτες. Σταμάτησα να βγαίνω έξω και να ψάχνομαι. Μου πήρε ένα εξάμηνο να τα ξαναβρώ με τον εαυτό μου. Να ηρεμήσω μέσα μου και να νοιώσω καλά. Για ένα εξάμηνο δεν πλησίασα γυναίκα, έκοψα το σεξ εντελώς. Δεν ένοιωθα άνετα για να φλερτάρω. Ένοιωθα πως θα το έβλεπα πάλι πολύ εύκολο και θα έπαιρνα μόνο το σεξ χωρίς να πάω παρακάτω.
Σιγά σιγά βρήκα πάλι τον εαυτό μου. Αλλά πέρασαν δύο χρόνια από εκείνο το πρωινό μέχρι να ερωτευτώ πάλι γυναίκα. Δεν έφταιγαν οι γυναίκες που γνώριζα. Δικό μου ήταν το πρόβλημα. Είχαν περάσει τόσες πολλές από τη ζωή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που πλέον δεν ήξερα τι ήθελα από μια κοπέλα. Είχα ξεχάσει να εκτιμώ απλά πράγματα, όπως ένα χαμόγελο. Επιπλέον ένοιωθα ανασφάλεια για το σεξ. Το καθυστερούσα όσο το δυνατόν περισσότερο ώστε να νοιώσω μέσα μου πως η γυναίκα που είχα απέναντι μου με ενδιέφερε και ως άνθρωπος. Το αποτέλεσμα ήταν πως έφαγα τουλάχιστον μισή ντουζίνα χυλόπιτες από γυναίκες που βαρέθηκαν να περιμένουν πότε επιτέλους θα αποφασίσω να τους την πέσω.
Όταν τελικά το άφησα πίσω μου αφού το είχα το ξεπεράσει ολοκληρωτικά δεν μετάνιωσα για τις επιλογές μου. Ωρίμασα από αυτές τις καταστάσεις. Από τότε δεν έχω ξανακάνει ξεπέτα στη ζωή μου. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να γνωρίσω μια γυναίκα και μετά το σεξ να χαθεί το ενδιαφέρον. Μες στη ζωή είναι αυτό. Αλλά ποτέ πλέον δεν το κάνω επί τούτου. Να πάω με μια γυναίκα μόνο για το πήδημα της μιας βραδιάς. Ούτε καν με τις γυναίκες που το επιλέγουν οι ίδιες.
Πήρα τη Γιώτα τηλέφωνο την επόμενη μέρα. Βγήκαμε για καφέ Σαββάτο μεσημέρι. Της είπα αυτά περίπου που έγραψα εδώ. Της ζήτησα συγνώμη που δεν τη θυμόμουν. Δεν ενοχλήθηκε. Μου είπε πως περίπου στην ίδια κατάσταση ζούσε κι αυτή εκείνη την εποχή. Και χάρηκε που το συζητούσαμε γιατί δεν τα έχει πει αυτά τα πράγματα με άλλον άνθρωπο. Όπως και στην περίπτωση μου έτσι κι αυτής της πήρε χρόνο να το ξεπεράσει. Τελικά σε βασικά πράγματα δεν διαφέρουμε καθόλου τα δύο φύλα. Χαιρετηθήκαμε και μου ζήτησε να ξαναπάμε για καφέ. Της υποσχέθηκα πως θα το κάνουμε στην πρώτη ευκαιρία και το εννοούσα.
Καθώς έφευγε τη χάζευα και σκεφτόμουν πόσο ανόητα φέρθηκα εκείνη την εποχή. Εκπληκτικά όμορφη γυναίκα και πολύ ωραίος άνθρωπος. Κι εγώ τη χαράμισα για ένα πήδημα. Ένα πήδημα που πέντε χρόνια μετά ούτε καν θυμάμαι. Από όλα αυτά κατάλαβα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν είναι μαγκιά να έχεις πολλές γυναίκες. Η μαγκιά είναι να έχεις μία να λες το σ’ αγαπώ.